Και βέβαια ο τίτλος του άρθρου δεν κυριολεκτεί, εξηγεί όμως αρκετά την έμπνευση του αρχηγού στην επιλογή της συγκεκριμένης κορυφής της Γκαμήλας. Και λίγοι θα μας κατηγορούσαν ότι δεν κυριολεκτούμε αν λέγαμε ότι στην φετινή μας εξόρμηση στην Τύμφη ελάχιστες από τις γνωστές διαδρομές του ορεινού αυτού συγκροτήματος έμειναν απάτητες (μάλλον απερπάτητες) από το σύλλογό μας.
Ο διαθέσιμος χρόνος δεν είναι αρκετός ώστε να είναι δυνατή στο σύνολό της και στο βαθμό που αναλογεί στην ένταση των βιωμάτων μας, η περιγραφή της ανάβασής μας στη Γκαμήλα το τριήμερο του Αγ. Πνεύματος (2014). Θα επιχειρηθεί όμως, έστω και συνοπτικά, μια αναφορά σε αυτήν την εξόρμηση και με έμφαση βέβαια στις διαδρομές που περπάτησε ο γράφοντας.
Και ας ξεκινήσουμε από την Τσούκα Ρόσσα, την κόκκινη κορυφή, ονομασία που πιθανόν προέρχεται από το χρώμα που παίρνει η κορυφή αυτή στο πρώτο φως της ανατολής. Η ερμηνεία είναι προσωπική, είναι όμως η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό. Είναι η πρώτη εικόνα που αντίκρισα νωρίς το πρωί, στο πρώτο ξύπνημα, ανοίγοντας τα μάτια μετά τη διανυκτέρευση στο Βρυσοχώρι σε ένα από τα πιο όμορφα μπαλκόνια της Ελλάδας. Ένας χαρακτηρισμός που δικαιολογείτε απόλυτα όταν ακριβώς απέναντι ορθώνεται το βόρειο τείχος της Γκαμήλας με την Τσούκα Ρόσσα να ξεχωρίζει και να φαντάζει απροσπέλαστη. Ορθοπλαγιές εκατοντάδων μέτρων, λούκια, σχισμές, πυλώνες, απόλυτη καθετίλα. Ένας κατακόρυφος κόσμος που υψώνεται πάνω από τα πυκνά δάση της περιοχής, πάνω από τα ρυάκια και τους καταρράκτες που αφθονούν εδώ, πάνω από την χαράδρα του Αώου… Ένας κάθετος κόσμος, που έστω και μια σύντομη ματιά του, είναι αρκετή για να συνοδεύει για πολλές, πάρα πολλές νύκτες τα όνειρα κάθε σοβαρού αναρριχητή αλλά και ορειβάτη….
Το βουνό αυτό είναι πληθωρικό, είναι δύσκολο να είσαι σύντομος, είναι τόσα πολλά αυτά που έχει να σου δώσει και να σου αποκαλύψει… Ας μείνουμε λοιπόν στην Τσούκα Ρόσσα… και στο Βρυσοχώρι, το πιο απομονωμένο από τα Ζαγοροχώρια, στο οποίο και φτάσαμε αργά το βράδυ της Παρασκευής ή ακριβολογώντας τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου. Όχι πολλές ώρες αργότερα, και αφού λύσαμε το μυστήριο της Ρόσσα (= κόκκινη), βρισκόμαστε στο μονοπάτι ανηφορίζοντας. Μάλλον η πραγματική ανηφόρα ήρθε αργότερα, αρκετά μετά την Νεραϊδόβρυση, την τελευταία πηγή εως το τέλος της σημερινής μας πορείας. Εκεί όπου το μονοπάτι στρίβει αριστερά κατευθείαν πάνω στο βουνό, εκεί όπου η κλίση αυξάνεται δραματικά μαζί με τους χτύπους της καρδιάς μας, εκεί όπου η ένταση και η συχνότητα της αναπνοής πιάνουν το κόκκινο της Τσούκα Ρόσσα. (χα.. να μια ακόμη αυθαίρετη ερμηνεία του Ρόσσα. Θα βρούμε κι άλλες στη συνέχεια.) Εκεί όπου το χρώμα που κυριαρχεί είναι το πράσινο της οξιάς, του ελάτου και της φτέρης. Ένα χρώμα που πλαισιώνει αυτά των λουλουδιών, των μελισσών, του βράχου αλλά και των πεσμένων φύλλων, χαλί στα βήματα μας προς τα πάνω..
Ας μείνουμε όμως στην Τσούκα Ρόσσα και στην στάνη του Κάτσανου. Ας μείνουμε και στο σενάριο του αρχηγού του Ηλία. Ο οποίος έχοντας γνήσιες ορειβατικές ανησυχίες επέλεξε την συγκεκριμένη ανάβαση από μια διαδρομή μακριά από τα πολυσύχναστα μονοπάτια, μια διαδρομή με αυξημένο βαθμό δυσκολίας αλλά και με ακόμη μεγαλύτερο βαθμό φυσικής ομορφιάς και μεγαλείου. Ένα μεγαλείο που μέρος του αντικρίσαμε από την περιοχή «Στάνη Κάτσανου». Ο Κάτσανος που έδωσε το όνομά του σε ένα καταπράσινο πλατώ στρωμένο με γρασίδι και έναν ολοστρόγγυλο νερόλακκο στο κέντρο του. Ένα πανέμορφο λιβάδι εκεί όπου τελειώνει το δάσος και αρχίζει ο κόσμος των ορθοπλαγιών, του βράχου, του χιονιού και του πάγου. Ένας κόσμος εναλλαγών και αντιθέσεων: και είναι πολλές ακόμη που έχει να μας αποκαλύψει το βουνό… Και βέβαια η απάντηση είναι όχι, γεμίζοντας ακόμη περισσότερο με απορία εκείνους που ρώτησαν αν αυτοί οι τεράστιοι κάθετοι πέτρινοι όγκοι απέναντί μας είναι οι κύριες κορυφές. Σίγουρα δεν έχουν ξαναέρθει από εδώ.
Ας μη ξεχνάμε όμως την Τσούκα Ρόσσα και τον Κάτσανο. Τον Κάτσανο όπου η ομάδα χωρίζεται. Ο Λεωνίδας με άλλα τρία άτομα ακολουθούν την προαποφασισμένη τους πορεία προς το εντυπωσιακό πέρασμα του Καρτερού, μία από τις ελάχιστες μη αναρριχητικές διαδρομές προσπέλασης του βόρειου τείχους της Γκαμήλας. Ας ασχοληθούμε όμως με τις υπόλοιπες. Και την λοιπή ομάδα που με παρότρυνση του Βασίλη αποφασίζει να εγκαταλείψει το αρχικό πλάνο κατασκήνωσης εδώ και να συνεχίσει προς τα ψηλά. Δεν είμαστε όμως οι μοναδικοί που προσεγγίζουμε το βουνό. Τουλάχιστον από την Καλαμάτα. Την ίδια στιγμή στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, στη διαδρομή από το Πάπιγκο προς το καταφύγιο της Αστράκας, μια άλλη ομάδα του συλλόγου ανεβαίνει με αρχηγό τη Βαρβάρα και προορισμό τη φημισμένη Δρακόλιμνη. Είναι η δεύτερη ομάδα που επέλεξε μια διαδρομή μικρότερου βαθμού δυσκολίας και λιγότερων ωρών πορείας. Να μην παρεξηγηθούμε όμως: αυτό δε σημαίνει καθόλου δυσκολία ή καθόλου ενδιαφέρον. Κάθε άλλο, είναι η διαδρομή που ανεβαίνουν οι περισσότεροι και που έχει συνεισφέρει κατά κύριο λόγο ώστε η Γκαμήλα να βρίσκεται στη δεύτερη θέση στους Εθνικούς Δρυμούς της Ελλάδας, μετά τον Όλυμπο, από την άποψη της επισκεψιμότητας. …όσο για τη Δρακόλιμνη θα πρέπει ένα άρθρο από μόνο του να της αφιερωθεί. Εδώ πια δεν είσαι απλός θεατής σειρών όπως το: games of thrones, συμμετέχεις ο ίδιος. Περιμένεις από στιγμή σε στιγμή ότι οι δράκοι της Ντενέρις θα προσγειωθούν δίπλα σου…
Ας ακολουθήσουμε όμως την ανάβαση προς την Τσούκα Ρόσσα και την έμπνευση του αρχηγού. Έχουμε πλέον απομείνει οχτώ άτομα που με πλήρη φόρτο συνεχίζουμε την ανηφόρα σε τόπο πέτρινο αλλά και παγωμένο. Το φορτίο στην πλάτη μας είναι πλήρη και μεταξύ πολλών άλλων περιέχει εξοπλισμό διανυκτέρευσης, τρόφιμα για τρεις ημέρες και κάποια απαραίτητα για αναρρίχηση και ραπέλ. Σακίδια που το βάρος τους, έτσι για λόγους στατιστικούς και για να έχουμε κάτι νέο να ασχολούμαστε, φρόντισε να ζυγίσει ο Μανώλης πριν ξεκινήσουμε. Βάρος που άρχιζε από τα 14 κιλά για να φτάσει μέγιστο στα 20. Βάρος που η αίσθησή του αυξάνει με πρόοδο γεωμετρική όσο αυξάνουν και οι ώρες που το κουβαλάς. Και έχουμε ακόμη ώρες αρκετές…
Είχαμε μείνει όμως στην Τσούκα Ρόσσα και την ανάβαση αρχικά σε μέρος καλυμμένο με πέτρες και βράχια που στη συνέχεια εναλλάσσεται με χιονισμένο πεδίο για να δώσει τελικά τη θέση του σε μια χιονισμένη αλλά και καλά κρυμμένη κοιλάδα. Μια κοιλάδα που επιτέλους έρχεται να δώσει κάποιες θετικές απαντήσεις σχετικά με τις κύριες κορυφές. Που αν και κρυμμένη μας αποκαλύπτει ένα τμήμα της βόρειας κορυφογραμμής. Που αν και καλοκαίρι πια, το χιόνι εδώ εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Γεγονός που καθιστά απαραίτητο τον χειμερινό εξοπλισμό (κραμπόν και πιολέ) που επίσης μεταφέρουμε στην πλάτη μας. Μια κοιλάδα που μας φανερώνει το μυστικό της Τσούκα Ρόσσα αλλά και την έμπνευση του Ηλία. Φανερώνει επίσης και το λόγο για τα υλικά της αναρρίχησης. Η Τσούκα Ρόσσα δεν είναι ακριβώς μία κορυφή, είναι δύο, ίσως και τρεις. Εδώ βλέπουμε την πίσω μεριά της. Μια στενή κορυφογραμμή φεύγει από τον κύριο όγκο του βουνού και στην άκρη της μια απόκρημνη κορυφή υψώνεται. Η συνέχεια μοιάζει με καρδιογράφημα. Καρδιάς που πάλλεται με χτύπο δυνατό, σαν τη δική μας αυτή τη στιγμή…! Ένα κάθετο πέρασμα που απαιτεί κατάβαση με ραπέλ και σκαρφάλωμα στην επιστροφή, κόβει τη συνέχεια προς τη δεύτερη και κατά ελάχιστα μέτρα ψηλότερη κορυφή της Τσούκα Ρόσσα. Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι φτάνουν μόνο εως την πρώτη κορυφή. Αυτός είναι και ο λόγος που σε μια δημοσίευση, αρκτά χρόνια πριν, κάποιος αναφερόταν στην απρόσιτη κορυφή θέλοντας έτσι να δώσει έμφαση στο πόσοι λίγοι έχουν ανέβει στην κύρια κορυφή της Τσούκα Ρόσσα. Μια δημοσίευση που δε θα ήταν δυνατόν βέβαια να ξεφύγει από τις αντένες του Ηλία. Και που θα ήταν αδύνατον να μη του εξιτάρει τη φαντασία και να τον εμπνεύσει στην επιλογή της συγκεκριμένης ανάβασης.
Ας αφήσουμε προς στιγμήν τη Τσούκα Ρόσσα και ας ασχοληθούμε με τα ελάχιστα μη αναρριχητικά περάσματα της βόρειας πλευράς της Τύμφης. Τρία είναι τα κύρια (ίσως για ορισμένους και τα μοναδικά). Το κεντρικό και με τη μεγαλύτερη κλίση είναι αυτό του Καρτερού που ανέβηκε η ομάδα με το Λεωνίδα. Αυτή την εποχή τα κραμπόν και πιολέ είναι απαραίτητα για την ανάβαση αυτή. Το ανατολικότερο είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά μας στο τέλος της κοιλάδας. Πρόκειται για το χιονισμένο διάσελο της Γκούρας στο οποίο τραβερσάρουμε επιστρέφοντας από την κορυφή. Στη τραβέρσα αυτή ένα μικρό γλίστρημα αφήνει στο Δημήτρη μερικές γρατζουνιές ενθύμιο της ανάβασης. Όσο για το τρίτο πέρασμα θα βρισκόμαστε σε αυτό την επόμενη.
Αφήνοντας την Τσούκα Ρόσσα κινούμαστε σε παρθένο για μας πεδίο. Κινούμαστε πια πάνω στις κορυφές, την εικόνα των οποίων αναζητούσαμε αρκετές ώρες πριν, στον Κάτσανο. Και βέβαια από εδώ αποκαλύπτεται ποιος είναι ο πραγματικός βασιλιάς της περιοχής. Πρόκειται για την ίδια την κορυφή της Γκαμήλας (2497μ) που η όψη της από την πλευρά αυτή μοιάζει με τσεκούρι. Ένα θεόρατο τσεκούρι που σχίζει τον ουρανό. Η διαδρομή που ακολουθούμε είναι εκτός μονοπατιών, την κάνουμε όλοι μας για πρώτη φορά και ελάχιστοι έρχονται από εδώ. Σύντομα ανακαλύπτουμε τον λόγο… Η πορεία είναι κακοτράχαλη, βρίσκεται επάνω στην κορυφογραμμή και στο συνεχές σκαμπανέβασμά της. Στόχος μας είναι η έξοδος του Καρτερού και το μονοπάτι προς Ρομπόζη. Η απόσταση όμως είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που είχαμε εκτιμήσει. Οι ώρες που περπατάμε έχουν ξεπεράσει τις δέκα, η υψομετρική διαφορά που έχουμε καλύψει είναι πάνω από 2500μ και η κούραση έχει πιάσει κόκκινο. Για τους περισσότερους η μόνη σκέψη, παρά το εντυπωσιακό του χώρου που κινούμαστε, είναι να βρούμε ένα σημείο διανυκτέρευσης. Έτσι αφήνουμε τις κορυφές προς αναζήτηση της συντομότερης και πιο ήπιας διαδρομής προς Ρομπόζη. Αν και η συντομότερη αυτή διαδρομή δεν και είναι τόσο σύντομη φτάνουμε λίγο πριν νυχτώσει, μετά από 13 ½ ώρες πορείας, στην πολυπόθητη λούτσα του Ρομπόζη.
Το επόμενό (χα!), μετά την Τσούκα Ρόσσα, πρωινό, μας βρίσκει σε ένα τοπίο μαγικό. Οι σκηνές μας είναι στημένες σε ένα καταπράσινο λόφο, δίπλα σε μια πανέμορφη λίμνη. Πρόκειται για τη λούτσα Ρομπόζη που αυτή την εποχή βρίσκεται στη μεγαλύτερη πληρότητα από νερό. Ακριβώς πίσω ο όγκος της Αστράκας ορθώνεται επιβλητικός… Ο χρόνος όμως που διαθέτουμε γι’ αυτό το άρθρο δεν είναι αρκετός, τουλάχιστον όσο θα θέλαμε για να περιγράψουμε αυτά που ζήσαμε και τα μέρη που βρεθήκαμε. Και ο κίνδυνος να ξεμείνουμε από λέξεις και περιγραφές είναι ένας ακόμη λόγος για να συντομεύσουμε. Το άρθρο αυτό βέβαια, γιατί η συνέχεια της πορείας μας καθόλου σύντομη δεν ήταν.
Η περιοχή της λούτσας Ρομπόζη ήταν τόσο όμορφη που οι περισσότεροι αποφάσισαν να την απολαύσουν για ένα ακόμη βράδυ. Τρεις από μας όμως αποφάσισαν να ακολουθήσουν πιο μακρινούς δρόμους. Και για να μη ξεχνιόμαστε, είχε περάσει μια μέρα από την Τσούκα Ρόσσα, όταν ο Βασίλης, ο Μανώλης και ο γράφοντας κατηφορίσαμε προς τη λάκκα του Τσουμάνη. Τη λάκκα του Τσουμάνη που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το διάσελο του καταφυγίου και που όπως η λούτσα Ρομπόζη αυτή την εποχή έχει το σχήμα μικρής λίμνης. Η περιοχή που κινούμαστε είναι πολυσύχναστη και έχουμε το νου μήπως και διασταυρωθούμε με κάποια από τις άλλες ομάδες του συλλόγου. Από εδώ περνά το μονοπάτι προς Δρακόλιμνη το οποίο σε λίγο αφήνουμε πίσω μας κινούμενοι σε μια περιοχή με αλπικά λιβάδια και πολλά τρεχούμενα νερά. Νερά που διαμορφώνουν το ανάγλυφο και που σε λίγο το μικρό ρεματάκι δίπλα μας στρίβει προς βορά και μεταμορφώνεται απότομα σε ένα γιγαντιαίο φαράγγι που πέφτει στον Αώο. Είναι το πέρασμα της Νταβάλιστας, το δυτικότερο που διασχίζει τη βόρεια πλευρά της Τύμφης. Τεράστια τοιχώματα, απόκρημνες ορθοπλαγιές, ορμητικά νερά, δίνουν τη θέση τους στο ομαλό τοπίο που περπατάγαμε πριν σε μία ακόμη μοναδική εναλλαγή του βουνού αυτού. Το μονοπάτι κατηφορίζει προς Μονή Στομίου. Μια απόπειρα να ακολουθήσουμε ένα πιο σύντομο δρόμο στη διαδρομή του Πανωπλατώματος δεν μας βρίσκει όλους σύμφωνους στην ολοκλήρωσή της. Το μονοπάτι αυτό δεν είναι σε καλή κατάσταση και επιστρέφουμε στον αρχικό μας δρόμο. Μια επιστροφή που μας φύλαγε μια έκπληξη. Μια γνώριμη φωνή που τραγουδούσε έναν σκοπό διασχίζοντας το μονοπάτι. Ήταν βέβαια ο Μιχάλης και μαζί του η υπόλοιπη ομάδα του Λεωνίδα. Ανταλλάσουμε τις εως τότε εμπειρίες μας για να κατηφορίσουμε στη συνέχεια μαζί. Μια κατηφόρα ..χωρίς τέλος, όπως και η ανηφόρα που την ακολουθούσε. Μια ανηφόρα που όμως κάναμε οι τρεις μας. Οι υπόλοιποι έμειναν χαμηλά στη Μονή Στομίου για να βγουν την επόμενη στην Κόνιτσα.
Μια ανηφόρα που μαζί με το υψόμετρο ανέβασε τους παλμούς μας στο κόκκινο. Κόκκινο σαν αυτό της Τσούκα Ρόσσα. Μόνο που αυτή τη φορά το κόκκινο δεν είχε σχέση με το φως του ήλιου μιας και αυτό είχε κρυφτεί από ώρα. Τη θέση του είχε πάρει η βροχή που έπεφτε επάνω μας φιλτραρισμένη από τα φύλλα της οξιάς. Μια βροχή που μας δρόσιζε ευχάριστα σε αυτήν την ανάβαση. Η ανάβαση διακόπηκε προς στιγμή βγαίνοντας σε ένα καταπράσινο λιβάδι από τα πιο ωραία που συναντήσαμε τις μέρες αυτές. Ένα λιβάδι που λες και ήταν στημένο για να δεις την καλύτερη παράσταση της Πίνδου. Και ο πρωταγωνιστής δεν ήταν άλλος βέβαια από την ίδια την κορυφή τη Γκαμήλας. Σε ένα έργο όπου η γη δεν προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό της αλλά τον ίδιο τον ουρανό. Το κάθετο παίζει με το οριζόντιο. Το τελευταίο έχει να κάνει και με την ονομασία της περιοχής: Σιάδι της Μύγας. Ανακαλύπτουμε από κάποιες συναντήσεις με ορειβάτες ότι την επόμενη θα φτάσει εως εδώ αγώνας ορεινού τρεξίματος. Λύνεται έτσι και η απορία μας για τα σημάδια που συναντούσαμε τόση ώρα κάθε λίγα μέτρα και για το πόσο καθαρό είναι το μονοπάτι που βρισκόμαστε. Η διακοπή όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη και η ανηφόρα συνεχίζεται. Μαζί και η βροχή. Όχι για πολλή ώρα ακόμη. Το διαπιστώνουμε όταν κάποια στιγμή μπροστά και αρκετά χαμηλότερα βλέπουμε το γνωστό πια λιβάδι του Κάτσανου. Το υπόλοιπο της διαδρομής εως το Βρυσοχώρι είναι επίσης γνωστό από τη χθεσινή μας ανάβαση. Όπως είναι γνώριμο και το σημείο της διανυκτέρευσης στο υπόστεγο της εκκλησίας. Έχουμε συμπληρώσει 10 ώρες όταν φτάνουμε για δεύτερη φορά εδώ.
Δευτέρα πρωί όταν και πάλι αντικρίζουμε το κόκκινο της Τσούκα (= κορυφή). Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος. Μια αίσθηση ιεροπρέπειας σου αφήνουν αυτές οι κορυφές απέναντι…. Είναι η μέρα της επιστροφής. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν θα περπατήσουμε καθόλου σήμερα, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Και σίγουρα τις τρεις αυτές μέρες καλύψαμε το σύνολο σχεδόν του συγκροτήματος της Τύμφης από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Από την πλευρά του Πάπιγκου έγινε ανάβαση στο καταφύγιο και τη Δρακόλιμνη. Από το Βρυσοχώρι ανεβήκαμε στην Τσούκα Ρόσσα, στα Μεγάλα Λιθάρια και στη Λούτσα Ρομπόζη καθώς επίσης στη Γκαμήλα, το καταφύγιο, στη Δρακόλιμνη. Διασχίσαμε και τα τρία περάσματα της βόρειας πλευράς: διάσελο Γκούρας, πέρασμα Καρτερού, Νταβάλιστα. Περπατήσαμε το μονοπάτι που ενώνει την Κόνιτσα (μέσω Μονής Στομίου) με το Βρυσοχώρι. Πραγματοποιήθηκε ανάβαση από το Βραδέτο στην κορυφή της Γκαμήλας. Επίσης έγινε η διαδρομή από λούτσα Ρομπόζη στο Τεπέλοβο, ενώ μια άλλη ομάδα διέσχισε το φαράγγι του Βίκου από το ομώνυμο χωριό στο Μονοδένδρι. Και βέβαια δεν έλλειψε η βουτιά στα κρύα νερά στους καταρράκτες στο Ηλιοχώρι αλλά και στα νερά κάτω από το φημισμένο γεφύρι του Κόκκορη. Μια βουτιά που τόσο είχαμε ανάγκη αυτές τις τελευταίες μας στιγμές στη Γκαμήλα. Περισσότερο όμως από το κορμί, μια αίσθηση κάθαρσης απλώθηκε στο μυαλό και την ψυχή μας από τη βουτιά που κάναμε στα βάθη και τα ύψη του βουνού…
Κι όμως μια αίσθηση ανολοκλήρωτου παραμένει παρά το αίσθημα ολοκλήρωσης που βιώσαμε αυτές τις μέρες. Μια αίσθηση ότι όσα κι αν χωρέσεις σε ένα άρθρο δεν θα μπορέσεις να περιγράψεις και να μεταφέρεις σε όλη τους την πληρότητα αυτά που ένα τέτοιο βουνό σου χάρισε. Μια αίσθηση ότι όσες διαδρομές και αν έκανες πάλι κάτι μένει, κάτι που σε καλεί. Τα βουνά είναι αδύνατο να τα εξαντλήσεις.
Ας κλείσουμε όμως με αυτό, στο οποίο εστιάσαμε περισσότερο, έτσι από επιλογή… Ας κλείσουμε με την Τσούκα Ρόσσα! Μια από τις λίγες κορυφές στην Ελλάδα όπου η τελική ανάβαση απαιτεί αναρριχητικό εξοπλισμό. Και αναφερόμαστε στην πιο προσιτή προσέγγισή της. Και βέβαια θα ήταν αστείο αν η αναφορά αυτή υπαινισσόταν αναρριχητική δεινότητα (που τουλάχιστον αυτή του γράφοντα βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο)
…ας κλείσουμε λοιπόν με το απάτητο της κορυφής της. Μια στενή κορυφογραμμή φεύγει από τον κύριο όγκο του βουνού και στην άκρη της μια απόκρημνη κορυφή υψώνεται. Ανάλαφροι από σακίδια στεκόμαστε σε αυτή. Το ρελέ είναι έτοιμο και ένας, ένας με ραπέλ κατεβαίνουμε την ορθοπλαγιά. Μια δεύτερη κορυφή, μια στενή κόψη και ένας «κούκος» στο τέλος μαρτυρά ότι βρισκόμαστε στο πιο ψηλό σημείο. Ένας, ένας, οκτώ άτομα όλοι μαζί, στεκόμαστε εδώ. Όσο για το απάτητο… ο κούκος επίσης μαρτυρά ότι κι άλλοι έχουν βρεθεί εδώ. Κι όμως το απάτητο δεν κατερρίφθη, γιατί το πάτημα δεν το κάναμε εμείς. Δεν επιβληθήκαμε εμείς της Τσούκα Ρόσσα αλλά αυτή σε εμάς. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η κατάκτηση δεν έγινε τώρα αλλά πολλά χρόνια πριν, την πρώτη φορά που την είδαμε να ανατέλλει κόκκινη, λουσμένη στο πρωινό φώς. Τώρα η κατάκτηση ολοκληρώθηκε, «πάτησε» καλά μέσα μας, αισθανθήκαμε και ‘μεις ένα κομμάτι από το μεγαλείο της κόκκινης κορυφής. Και ναι!! υπό αυτή την έννοια το απάτητο κατερρίφθη…
Κώστας Φύκιρης