Μπίλιοβος (28/06/20)

Ξεχασμένα καλντερίμια - Οι δρόμοι με τη δική τους Ιστορία (Σωτηριάνικα - Αλτομιρά)

(άρθρο για το καλντερίμι του Μπιλιόβου απο τον Ευάγγελο Κατσουλέα, πρωτοδημοσιευμένο από τον ΕΟΣ Καλαμάτας το 1995)

Ξαφνικά και αυθόρμητα πήρα τη στροφή προς τα Σωτηριάνικα στον αμαξωτό δρόμο Καρδάμύλης-Καλαμάτας επιστρέφοντας από το χωριό των προγόνων μου Κάπου στην ορεινή Μάνη. Πολλά τα λεγόμενα για το παραδοσιακό καλντερίμι που συνδέει τα Σωτηριάνικα με τον οικισμό Αλτομιρά, αρκετά για να ενισχύσουν μέσα μου μία ώθηση έμφυτης περιέργειας αλλά και αγάπης για οτιδήποτε έχει σχέση με την λαϊκή μας παράδοση. Το αυτοκίνητο στριμώχνεται ανάμεσα στους τοίχους των πρώτων σπιτιών του χωριού και γλιστράει στη μικρή πλατεία. Περίεργα αισθάνομαι πως αν και δεν έχω γνωρίσει από κοντά αυτό το μονοπάτι. Ήδη ξέρω τόσα πολλά για αυτό. Η φαντασία μου το έχει πλάσει σύμφωνα με τα πρότυπα τόσων παρόμοιων που είναι διάσπαρτα στην κακοτράχαλη Μάνη, όμως τα όσα έχω ακούσει το πλάθουν ακόμα πιο τρανό, με ασυνήθιστο κάλλος και αρχιτεκτονική τελειότητα. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσω ότι ακόμα και η φαντασία μου δεν στάθηκε ικανή να ζωγραφίσει ένα δημιούργημα τόσο λαμπρό όσο είναι στην πραγματικότητα.

Ανάμεσα στους λιγοστούς διαβάτες ψάχνω διακριτικά μα και επίμονα για κάποιον που θα μπορούσε να μου μιλήσει, να μου πει για το καλντερίμι. Τους κοιτάζω στο πρόσωπο τους ζυγίζω, θα πρέπει να βρω ένα γέροντα, πρόθυμο, νοσταλγικό, κάποιον που να γνωρίζει καλά την ιστορία του. Το καφενεδάκι είναι σχεδόν άδειο και κανείς από τους διαβάτες δεν φαίνεται να ικανοποιεί τα κριτήριά μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη τα βήματά μου με φέρνουν έξω απ’ το χωριό και σύντομα καλύπτω το ένα περίπου χιλιόμετρο ανάμεσα στους ελαιώνες μέχρι τα πρώτα σκαλοπάτια του λιθόστρωτου. Μια μικρή νευρικότητα και ανυπομονησία με διακατέχει στα πρώτα βήματα της προσωπικής μου αυτοψίας. Το καλντερίμι αρχίζει να τυλίγεται στην απότομη πλαγιά. Στο αντίκρυσμά του έρχεται στη σκέψη μου το ακόρεστο μεράκι και το δέσιμο με τη γη όλων αυτών των μεγάλων ανθρώπων που χάραξαν και έκτισαν τέτοια αριστουργήματα. Το συναδέλφωμα της τέχνης και της καλαισΘησίας σε μια τέλεια έκφραση της ανθρώπινης ψυχής, σε μια επίδειξη δύναμης της ανθρώπινης θέλησης που δαμάζει το τοπiο σμιλεύοντας την πέτρα.

Εντυπωσιακά σι ξερολιθιές αγκαλιάζουν την απότομη πλαγιά φέρνοντας το διαβάτη όλο και πιο ψηλά. Χαρακτηριστικό είναι το πόσο αρμονικά το καλντερίμι συμβιώνει για έναν αιώνα με το τοπίο χωρίς να το φθείρει όπως οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι. Βέβαια, οι καιροί έχουν αλλάξει και σι άνθρωποι σήμερα δεν ταξιδεύουν όπως παλιά. ‘Ομως το καλντερίμι στέκει στη θέση του άθικτο, αναλλοίωτο, για να υπενθυμίζει στους νεώτερους με τον ξέφρενο καταναλωτισμό τους ότι κάποτε, τα πράγματα φτιάχνονταν για να διαρκούν. Ανηφορίζοντας βήμα προς βήμα, δεν μπορεί να μην συλλογισθεί κανείς τις αμέτρητες εργατοώρες που χρειάστηκαν για να κτισθεί το έργο, και τις χιλιάδες κυβικά της πέτρας που έπρεπε να συναχθεί από τη γύρω περιοχή για να πελεκηθεί και να τοποθετηθεί έντεχνα στον αριστουργηματικά αλφαδιασμένο τοίχο που υποβαστάζει το λιθόστρωτο. Μα ακόμα πιο εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που όλα αυτά τα λιθάρια δένουν μεταξύ τους, χωρίς λάσπη και κονίαμα, παρά μόνο με την τέχνη και το μεράκι του μάστορα.

Στην επιστροφή μου στο χωριό, το σούρουπο έχει αρχίσει να πέφτει και ανάμεσα στους λιγοστούς θαμώνες που τώρα πια έχουν μαζευτεί στο μικρό καφενεδάκι, ένα γεροντάκι θεόσταλτο μου αποκαλύπτει την κρυφή όψη του καλντεριμιού σε μια διάλεκτο λαϊκή, Μανιάτικη με όλα τα τοπικά ιδιώματα.

Το καλντερίμι κτίσθηκε στις αρχές του αιώνα, όταν οι νεαροί Μανιάτες κινούσαν για το μέτωπο στους απελευθερωτικούς αγώνες της Μακεδονίας μας. Η ξακουστή Μάνη πρωτοστατούσε και πάλι στους εθνικούς αγώνες όσο και στα ειρηνικά έργα. Αυτοi που έμειναν πίσω δουλεύουν τη διψασμένη γη με το λιγοστό χώμα, πλάθουν την πέτρα, χτίζουν γεφύρια. Μόνο όποιος έχει δουλέψει την πέτρα ξέρει τη σκληράδα της. Τα εργαλεία της εποχής δεν είναι άλλα από το σφυρί, το καλέμι, και τα μπράτσα του πελεκητή. Σκληρή πέτρα! Σκληρή σαν την ίδια τη ζωή των ανθρώπων που επιβίωσαν σε τούτα τα μέρη. Ακόμη και σήμερα θωρεί κανεί από απόσταση τα έργα των Μανιατών, τα ξωκλήσια, τα γεφύρια, τα καλντερίμια, τα αλώνια. Τα θωρεί μα δεν τα ξεχωρίζει. Πρέπει να τα πλησιάσει για να τα διακρίνει από το περιβάλλον.

Μα βέβαια, πώς μπορεί να ξεχωρίσει κανείς την πέτρα από την πέτρα! Και δεν είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα στη Μάνη, εκτός από εξαιρέσεις, σι άνθρωποι χτίζουν με πέτρα. Η κατασκευή του καλντεριμιού  πρέπει να  άρχισε το  1904,  όταν περίπου χτιζόταν και το Ροβιανό γεφύρι που συνέδεε τον Κάμπο με τις Γαϊτσές. Πέρα από την καλαισθησία και την επιβλητικότητά του, το γεγονός ότι είναι τόσο καλά διατηρημένο μέχρι σήμερα, το καθιστά ίσως το καλύτερο στη χώρα μας. Έχει 75 στροφές από τις οποίες οι μισές περίπου είναι σε απαγορευτική κλίση.

Κάποια από τα ονόματα της εποχής εκείνης που μπόρεσα να συλλέξω είναι του Παναγιώτη Αφεντάκη που ήταν ο Μηχανικός του έργου, ενώ σι αδελφοί Νίκος και Στασινός Σταυριανέας από τα Σωτηριάνικα είχαν αναλάβει την εργολαβία. Τα φουρνέλα έκαναν τη γη να τρέμει συντρίβοντας όσους ογκόλιθους έτυχε να βρίσκονται στη χάραξη του μονοπατιού, με το Γιώργο Ψαρέα (με το παρατσούκλι “Χούσος’) στην παραμίνα, και τον Γιώργο Κεφαλέα στο γέμισμα του δυναμίτη. ΟΙ μεγάλoι πρωταγωνιστές όμως υπήρξαν όλοι οι ανώνυμοι πελεκητές από τα Αλτομιρά που σμίλεψαν ένα προς ένα τα αμέτρητα κοτρώνια.

Κάπου στις χιλιάδες μέτρα του ανήφορου μια πέτρα με σκαλισμένη τη γραφή μαρτυρά μόνο στο παρατηρητικό μάτι πως το έργο πρέπει να τελείωσε στο 1928. Ας μείνει ήσυχο το γραφικό καλντερίμι, να θυμίζει στη χαραυγή της τρiτης χιλιετίας το δέσιμο ενός λαού με τον τόπο του, και την παρηγοριά του ανθρώπινου μόχθου.

Ευάγγελος Κατσουλέας 

Για να δείτε φωτογραφίες απο τις εξορμήσεις μας πατήστε εδώ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Μεσσηνιακή Μάνη (21/06/20) Όλυμπος (11-12/07/20) »