
Η πρώτη μου εμπειρία με ανάβαση: τέσσερις μέρες στην Τύμφη που δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το καλοκαίρι ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Κάτι έξω από το comfort zone μου, κάτι που θα με φέρει πιο κοντά στη φύση, στον εαυτό μου και –γιατί όχι– στους δικούς μου ανθρώπους. Βλέποντας τον αδερφό και την αδερφή μου να συμμετέχουν σε εξορμήσεις με τον ΕΟΣ Καλαμάτας, ένιωσα να ξυπνάει μέσα μου η επιθυμία να ζήσω κάτι παρόμοιο.
Έτσι, πήρα την απόφαση: φέτος θα ανέβαινα κι εγώ ένα βουνό. Και όχι οποιοδήποτε βουνό, αλλά την επιβλητική Τύμφη, στην καρδιά της Πίνδου. Η συνάντηση για εμένα με την ομάδα έγινε στο Ρίο, μιας και ξεκίνησα από Αθήνα, για να περάσουμε απέναντι στη Στερεά Ελλάδα με το καραβάκι.
Εκεί γνώρισα τους υπόλοιπους για πρώτη φορά: μια παρέα 19 ανθρώπων κάθε ηλικίας, με κοινό παρονομαστή την αγάπη για τη φύση και την περιπέτεια. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα πως ανήκω. Οι πρώτες μας στιγμές ήταν στο κάμπινγκ δίπλα στον Βοϊδομάτη ποταμό, όπου στήσαμε τις σκηνές μας (και με 42 βαθμούς ζέστη, παρακαλώ!) και τρέξαμε με τα μαγιό μας για μια παγωμένη βουτιά. Το σοκ από το κρύο νερό ήταν αναζωογονητικό – ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν.
Το Σάββατο ξεκινήσαμε το μεγάλο μας hike: από το Μικρό Πάπιγκο μέχρι το καταφύγιο της Αστράκας. Περίπου τέσσερις ώρες πορείας μέσα στη ζέστη, με ανηφορικά μονοπάτια και διαλείμματα στις πηγές για να δροσιστούμε. Δεν ήταν εύκολο – ειδικά η τελευταία μισή ώρα, με τον ήλιο να καίει και το σώμα να διαμαρτύρεται. Αλλά τα κατάφερα. Τα καταφέραμε όλοι. Το τοπίο στο καταφύγιο μας αποζημίωσε: άλογα γύρω μας, βουνά που κόβουν την ανάσα και μια ησυχία που σε ηρεμεί.
Το απόγευμα ξεκινήσαμε για τη Δρακόλιμνη, μια διαδρομή περίπου 1 ώρας και 15 λεπτών, όμορφη και όχι ιδιαίτερα δύσκολη. Όταν φτάσαμε, μας υποδέχτηκε ένα δροσερό αεράκι και μπροστά μας απλώθηκε ένα τοπίο που έμοιαζε σαν από άλλη χώρα. Η λίμνη βρίσκεται πάνω από τα 2.000 μέτρα υψόμετρο, ανάμεσα σε γυμνές βουνοκορφές και καταπράσινες πλαγιές. Το νερό ήταν ήρεμο και καθάριζε το μυαλό σου μόνο που το κοιτούσες. Γύρω μας υπήρχαν νέοι με σακίδια, κάποιοι είχαν στήσει σκηνές, άλλοι απολάμβαναν απλώς τη θέα. Ήταν ένα τοπίο απλό και άγριο μαζί – από αυτά που δεν ξεχνάς. Εκεί κατάλαβα πόσο βαθιά μπορεί να σε ηρεμήσει η φύση και να σε φέρει πιο κοντά στον εαυτό σου αλλά και στους άλλους. Χωρίς πολλά λόγια, μόνο εικόνες, σιωπή και ένα αίσθημα ελευθερίας.
Την Κυριακή η ομάδα ανέβηκε στην κορυφή Γκαμήλα, αλλά εγώ επέλεξα να ξεκουραστώ. Είχα ήδη κατακτήσει μια προσωπική κορυφή και αυτό μου έφτανε. Το βράδυ μάς περίμενε ένα παραδοσιακό πανηγύρι στην Πηγή, με χορούς, τραγούδια, Ηπειρώτικα αλλά και Καλαματιανά όταν άκουσαν από πού ερχόμαστε, και πολύ κέφι. Ήταν σαν να έκλεισε ο κύκλος αυτής της εμπειρίας με τον πιο ζεστό και χαρούμενο τρόπο.
Η επιστροφή στην Καλαμάτα έγινε με γέλια και τραγούδια μέσα στο βανάκι. Κουρασμένη, ιδρωμένη, αλλά γεμάτη. Από τοπία, μυρωδιές, στιγμές και κυρίως από ανθρώπους. Γιατί αυτό που με άγγιξε πιο βαθιά σε αυτή την περιπέτεια ήταν οι άνθρωποι.
Η ομάδα μας είχε συμμετέχοντες από 30 μέχρι και πάνω από 60 ετών και όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό. Τους θαύμασα βαθιά. Ήταν άνθρωποι με θάρρος και αντοχή, που δεν σταμάτησαν πουθενά, που δοκίμαζαν δύσκολες διαδρομές με χαμόγελο και αποφασιστικότητα. Εγώ, με τις αμφιβολίες μου και τον φόβο μου για τη ζέστη, έπαιρνα έμπνευση από εκείνους. Μου έδειξαν –στην πράξη– ότι η ηλικία δεν είναι όριο, όταν η ψυχή έχει όρεξη για ζωή.
Διάβασα κάπου ότι η ανάβαση σε μια κορυφή προκαλεί τις ίδιες ορμόνες που νιώθεις όταν είσαι ερωτευμένος. Δοκίμασέ το!
Βάσια Μωραγιάννη
Φωτογραφίες από την εξόρμηση μπορείτε να δείτε πατώντας εδώ