Εξόρμηση με τον Καλαμάτας για την αποκατάσταση των ζημιών των κτισμάτων και τον καθαρισμό από τα σκουπίδια της κορυφής του Ταϋγέτου
Έχω γεννηθεί σε ένα μικρό χωριό της Μεσσηνιακής Μάνης, τα Τσέρια, το οποίο πολύ εύστοχα οι Μανιάτες αποκαλούν «μπαλκόνι της Μάνης», λόγω της υπέροχης θέας του στο απέραντο γαλάζιο του Μεσσηνιακού Κόλπου και πέρα μακριά στον ορίζοντα στο ακρωτήριο Ακρίτας και στο νησάκι Βενέτικο των Οινουσών, το Πινακουλάκι, όπως είναι γνωστό στο τοπικό τσεριώτικο ιδίωμα. Πρόκειται για ένα χωριό σκαρφαλωμένο σαν αετοφωλιά στις πλαγιές του Ταϋγέτου, του αγέρωχου και περήφανου αυτού βουνού, που είναι καμάρι των Μανιατών, το ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου κι ένα από τα γνωστότερα βουνά της Ελλάδας.
«Γεννήθηκα σε μια κορφή, που είχε μπροστά μια θάλασσα,
που είχε σιμά τον ουρανό κι ήταν σαν θάμα ονείρου»
για να δανειστώ ένα στίχο του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Βύζαξα το πρώτο μου γάλα κάτω από τον ίσκιο του, πρωτοπερπάτησα στα πέτρινα στέφανα των γκρεμνών του, ταλαντεύτηκα στο άπειρο κάτω από το φως των χιλιάδων αστεριών του ουρανού του, πρωτόπαιξα κολυμπώντας στο θάμβος της παιδικότητας κάτω από τις φτέρες του γυμνού του στήθους, αφουγκράστηκα σαν παραμύθι την ιστορία του, τους θρύλους του, τις λατρευτικές του παραδόσεις, τα απόκρυφά του, τις συμπτώσεις που τον συνοδεύουν, τις φιλοσοφικές αναφορές που τον τυλίγουν! Κι έμαθα από πολύ μικρή, σχεδόν παιδί, να ακούω τη βαθιά του ανάσα κι ανεβαίνοντας εκεί που χτυπά η καρδιά του, στην ψηλότερη κορφή του, τον Προφήτη Ηλία (2.407 μ. ), να λούζομαι το φως του! Μια μυσταγωγία δηλαδή όπως αυτή που περιγράφει κι ο Ν. Βρεττάκος:
«Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του Ήλιου –ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός .
Είσαι συ, που με βοήθησες να ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω από τη νύχτα
κι η σιωπηλή παρουσία σου με έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει!»
Ο Στρατής Μυριβήλης χαρακτηρίζει τον Ταΰγετο «αρσενικό» βουνό, κι αναφέρει πως: «… είναι απερίγραπτος, είναι αδύνατον να εκφραστεί χωρίς τη μουσική του Μπετόβεν. Τόσο πυκνή, τόσο κυριαρχική είναι η επιβολή του πάνω στην ψυχή του ανθρώπου. Είναι το ίδιο όπως όταν αντικρίζεις ένα τεράστιο μνημείο μεγαλοφυΐας. Η εντύπωση είναι ακαθόριστη στις λεπτομέρειες, όμως το νόημα είναι όρθιο. Σε αναγκάζει να σταθείς να το δεχτείς κι εσύ όρθιος. Να το δεχτείς κατάστηθα σα μια μεγάλη ευτυχία ή μια θεομηνία που σου κρούει την ψυχή και σου γυρεύει μια πραγματική απάντηση.»
Η κορυφή του Ταϋγέτου, ο Προφήτης Ηλίας, ή Αγιολιάς, έχει πάρει το όνομά της από το ομώνυμο εκκλησάκι που χτίστηκε στο ψηλότερο σημείο της «πυραμίδας» (όπως ονομάζεται το ανώτερο μέρος της κορυφής λόγω του χαρακτηριστικού σχήματός της) κι είναι χτισμένο στο μικρό πλάτωμα της κορυφής, το οποίο έχει εμβαδόν 65 τ.μ. περίπου. Το εκκλησάκι αυτό έχει πέτρινους τοίχους χτισμένους με ξερολιθιά, εξωτερικές διαστάσεις 3Χ6,5 τ.μ. και στέκει άσκεπο, περήφανο και, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εξαφανισμένο κάτω από το πυκνό στρώμα χιονιού που κατακλύζει την κορυφή.
Ανήκει ενοριακά στην κοινότητα των Τσερίων, η οποία είχε την ύψιστη τιμή και το ιερό καθήκον από τα παλιά χρόνια να έχει τη φροντίδα του κι ήταν χρέος του παπά του χωριού η τέλεση της θείας λειτουργίας στο πανηγύρι που ακόμα και σήμερα πραγματοποιείται στις 19-20 Ιουλίου. Για τον καθέναν από τους κατοίκους του χωριού αποτελεί λοιπόν διαχρονικά έθιμο, θεσμό, ακόμα και προσωπικό στοίχημα να σκαρφαλώνει στην κορφή, ακολουθώντας το μονοπάτι που ξεκινάει λίγο έξω από το χωριό και διασχίζει στο μεγαλύτερο μέρος του το ξακουστό φαράγγι του Βυρού (συνολικού μήκους 19 χιλιομέτρων, από το υψόμετρο των 1.400 μ. από όπου ξεκινάει μέχρι και την έξοδό του στην Καρδαμύλη), κι ανηφορίζει την απότομη, δύσβατη πλαγιά προς την κορυφή, ώστε κατόπιν οχτάωρης πεζοπορίας να σμίξει με τα πλήθη του κόσμου που ανεβαίνουν από όλες τις πλευρές του βουνού κάθε χρόνο, για να προσκυνήσουν την ανάγλυφη πέτρινη εικόνα του προφήτη των βουνών, του Προφήτη Ηλία. Επειδή λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών που επικρατούν το χειμώνα δεν είναι εφικτό να διατηρηθεί οποιουδήποτε είδους μόνιμη στέγη, το εκκλησάκι σκεπάζεται πρόχειρα με τέντες και καραβόπανα ώστε να ξεκινήσει η μοναδική μυσταγωγία αυτής της θείας λειτουργίας! Οι πιστοί καίγοντας λιβάνια και μισολιωμένα κεριά ανάβουν μεγάλες φωτιές στην κορυφή που όταν τις κοιτάζεις θαρρείς ότι ενώνονται με τον έναστρο ουρανό και νομίζεις ότι θα δεις μέσα στη λάμψη τους, τον Προφήτη να ανεβαίνει στον ουρανό πάνω στο φλεγόμενο άρμα του. Η λειτουργία ξεκινά στις 3 τη νύχτα και τελειώνει τα ξημερώματα λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, ξεπηδώντας από τον ορίζοντα της Λακωνίας σαν ένα μεγάλο διάφανο ρόδο. Την ώρα αυτή, αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, μπορεί κανείς να θαυμάσει ένα μοναδικό φαινόμενο που ονομάζεται «η σκιά της πυραμίδας»: σχηματίζεται στον αέρα πάνω από το Μεσσηνιακό Κόλπο η τέλεια ισόπλευρη τριγωνική σκιά της πυραμοειδούς κορυφής του Ταϋγέτου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι εξαιτίας του εντελώς πυραμοειδούς σχήματος της κορυφής έχει εγερθεί πλήθος συζητήσεων σε μυστικιστικούς κύκλους, αν δηλαδή είναι φυσική γαιοπυραμίδα ή λαξευμένη από ανθρώπινο χέρι. Οι κύκλοι αυτοί συνδέουν το σχήμα της κορυφής με ιστορικές πληροφορίες ότι οι αρχαίοι την αποκαλούσαν Ταλετόν ή Ταλητόν (Παυσανίας Γ20,4: «Άκρα δε του Ταϋγέτου Ταλετόν υπέρ Βρυσεών ανέχει. Ταύτιν Ηλίου καλούσιν ιεράν και άλλα τε αυτόθι Ηλίω θύουσι και ίππους»)και τη θεωρούσαν ιερή τοποθεσία του Ήλιου (αείζωον φως).
Εν πάση περιπτώσει λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2015, οι καταστροφές στο εκκλησάκι και στα υπόλοιπα κτίσματα της κορυφής ήταν πολύ μεγαλύτερες από ότι συνήθως. Για αυτό μετά από συντονισμένη προσπάθεια Τσεριωτών αλλά και μελών του Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας τον Ιούνιο του 2015, ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση των τεράστιων ζημιών που είχαν προκληθεί . Μετά το τέλος των περσινών αυτών εργασιών δόθηκε η υπόσχεση να πραγματοποιείται κάθε χρόνο το δεύτερο σαββατοκύριακο του Ιουνίου, εθελοντική συντήρηση όχι μόνο στο εκκλησάκι αλλά και σε όλα τα «κελιά», τα πέτρινα κτίσματα που το περιβάλλουν και που χρησιμεύουν ως χώροι ξεκούρασης των προσκυνητών αλλά και των πολλών ορειβατών που καθ όλη τη διάρκεια του έτους ανηφορίζουν προς την κορυφή.
Έφτασε λοιπόν η μέρα να κάνουμε πράξη την περσινή υπόσχεση. Ο Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας με 18 μέλη του (10 άντρες και 8 γυναίκες ) ξεκίνησε από τα γραφεία του συλλόγου το απόγευμα του Σαββάτου 11/06, προς το δάσος της Βασιλικής, εξοπλισμένος με τα απαραίτητα εργαλεία. Εκεί θα διανυκτερεύσουμε και τα ξημερώματα της Κυριακής θα συναντηθούμε με την ομάδα των Τσεριωτών για να ξεκινήσει η επιχείρηση αποκατάστασης και καθαρισμού της κορυφής. Η ανυπομονησία μου μεγάλη! Η ψυχή μου φτερουγίζει κι ενώ ταξιδεύουμε κι αφήνουμε πίσω μας την Καλαμάτα, αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που σε έλκει προς τον Ταΰγετο, ποιο είναι αυτό το αόρατο χέρι που σε σπρώχνει κοντά του, αυθόρμητα, σαν μοιραία ανάγκη, σαν αναπνοή; Είναι τα παιδικά βιώματα ή είναι κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο πλατύ, που συγγενεύει με την αέναη δίψα του ανθρώπου για ηθική εξύψωση;
Αφήνοντας πίσω μας τα γραφικά πετρόχτιστα χωριά της Μεσσηνιακής Μάνης, Κάμπο και Σταυροπήγιο, φτάνουμε στο σημείο όπου αντικρίζουμε σκαρφαλωμένα ψηλά στις πλαγιές του Ταϋγέτου τα Τσέρια, με τις τρεις χαμηλές βουνοκορφές απέναντι και μετά το φαράγγι του Βυρού, «Τρία Κουτρουμπελάκια» όπως ονομάζονται με το τοπικό τσεριώτικο ιδίωμα, που πίσω τους ξεκινά το δάσος της Βασιλικής, στο οποίο κατευθυνόμαστε. Κατηφορίζουμε προς την ιστορική και πανέμορφη Καρδαμύλη, με τα εξαιρετικά δείγματα της εξέλιξης της μανιάτικης κατοικίας, που αναφέρεται ήδη από τα χρόνια του Ομήρου (Ιλιάδα Ι 150) ως πρώτη από τις «επτά ευνομούμενες και καλώς κατοικούμενες πόλεις» που ο Αγαμέμνονας θα έδινε προίκα στον Αχιλλέα αν νυμφευόταν μια από τις κόρες του. Κάνοντας μια σύντομη στάση για να εφοδιαστούμε τα απαραίτητα για την διήμερη αυτή ανάβαση στον Ταΰγετο, αφήνουμε τα μάτια μας να ταξιδέψουν στο μεσαιωνικό κάστρο του 12ου αι. και στο κτιριακό συγκρότημα των Μούρτζινων –Τρουπάκηδων, λίγα μέτρα μακριά απ’ το οποίο βρίσκονται οι Ελληνιστικοί θαλαμοειδείς τάφοι των «Διοσκούρων». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι εδώ σχεδιάστηκε η επανάσταση του 1821 από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους μανιάτες οπλαρχηγούς.
Φτάνοντας ανάμεσα στο Εξωχώρι και τη Σαϊδόνα, κοντοστεκόμαστε για να θαυμάσουμε τον, τετράγωνης κάτοψης, πολεμόπυργο του καπετάν Κιτρινιάρη, χτισμένον το 1786 πάνω στο βράχο της «Κουδούνας», ο οποίος μαζί με δυο γειτονικά οχυρωμένα μοναστήρια, στα οποία διασώζονται ακόμα μοναδικές αγιογραφίες, της Βαϊδενίτσας ή Βοϊδενίτσας (χτισμένο πριν τον 18 αι.) και του Σαμουήλ ή Σαμοήλι (έτος ιδρύσεως 1633), σχημάτιζαν ένα τρίγωνο άμυνας που σε συνδυασμό με την ορεινή μορφολογία της περιοχής εξασφάλιζαν την προστασία των κατοίκων των γύρω χωριών. Στο σημείο αυτό μεγάλη συγκίνηση με κατακλύζει καθώς θυμάμαι, ότι στη ρίζα του βράχου πάνω στον οποίο είναι χτισμένος ο πολεμόπυργος είχε ο πατέρας μου, ο Σωκράτης Βενιζελέας, («Σοφός») ένα από τα τέσσερα μελισσοκομεία του.
Συνεχίζουμε τον ανηφορικό δασικό δρόμο μπαίνοντας σιγά- σιγά στην ορεινή ζώνη και στο δάσος της Βασιλικής. Πρόκειται για ένα πανέμορφο, ολοζώντανο δάσος έκτασης 11.000 δασικών στρεμμάτων, πυκνοφυτεμένο με αιωνόβια μαυρόπευκα (ηλικίας 300-500 χρόνων με διάμετρο κορμού που πολλές φορές ξεπερνάει το ένα μέτρο ),έλατα, αγριόκεδρους κι άλλα κωνοφόρα και βρίσκεται στο νότιο τμήμα της οροσειράς του Ταϋγέτου, οκτώ χιλιόμετρα νοτιότερα της κορυφής. Το όνομά του το χρωστάει στη «Βασιλική Οδό», το δρόμο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες για να προσεγγίζουν το λιμάνι της Καρδαμύλης. Το δάσος της Βασιλικής είναι απομεινάρι των πανάρχαιων δασών του Ταϋγέτου, πραγματικό μνημείο της φύσης και πρέπει να τεθεί υπό αυστηρή προστασία κυρίως κατά τη θερινή περίοδο.
Το θέαμα γύρω μας μαγευτικό. Κάτω από τον παχύ ίσκιο των δέντρων φυτρώνουν πλήθος από βολβώδη ή ποώδη φυτά, όπως αγριογαρίφαλα, ανεμώνες του βουνού, αγριοτριανταφυλλιές, γεράνια, άγριοι μενεξέδες, κόκκινα κρινάκια, κ.α., ενώ στα κλαδιά τους φωλιάζουν κοκκινοκαλιακούδες, κιτρινοκαλιακούδες, μπούφοι, πετροπέρδικες, τρυγόνια, γιδοβύζια, βουνοσταχτάρες, δεντροσταρήθρες, γαλαζοκότσυφες, βραχοτσοπανάκοι καθώς επίσης κι αρπακτικά, όπως ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, η γερακίνα, το ξεφτέρι, το χρυσογέρακο, ο πετρίτης, το κιρκινέζι, ο φιδαετός κ.α..
Πλησιάζουμε στο μικρό εκκλησάκι του Άγιου Δημήτρη (1.495 μ.), που στέκει ορφανεμένο από τη μεγάλη πετροκερασιά που για χρόνια το αγκάλιαζε, ξεδιψάμε από το δροσερό νερό της πηγής που αναβλύζει κάτω από τα θεμέλιά του και προχωράμε λίγο πιο πέρα, εκεί που ξεκινάει το μονοπάτι που θα ακολουθήσουμε αύριο προς την κορυφή. Είμαστε στη θέση «Βοϊδόλακκα» και στο καταφύγιο ανάγκης του Ε. Ο. Σ. Καλαμάτας «ο Μπαρμπα- Λιας» .Πρόκειται για μια παλιά πέτρινη καλύβα (15 τ. μ. περίπου) που δώρισε πρόσφατα ένας κάτοικος της Μεσσηνιακής Μάνης στον Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας και ανακαινίστηκε πολύ λειτουργικά από τα μέλη του συλλόγου. Ανάβουμε βιαστικά την ξυλόσομπα γιατί τη μεσημεριανή ζέστη διαδέχεται απότομα το βραδινό έντονο ψύχος, λόγω του ηπειρωτικού κλίματος του Ταϋγέτου, κι αρχίζουν αμέσως οι προετοιμασίες για την βραδινή μας εγκατάσταση. Πολύχρωμες σκηνές που φαντάζουν σα μεγάλα φανταχτερά λουλούδια, στήνονται στο μικρό λιβάδι έξω από την καλύβα, μιας κι ο μικρός χώρος της δεν μπορεί να στεγάσει και τα 18 μέλη του συλλόγου. Ο ρυθμός των εργασιών γρήγορος, χαρούμενος, με αστεία, πειράγματα και γέλια που αντιλαλούν χαρούμενα τριγύρω στις πλαγιές. Σιγά- σιγά το σούρουπο μας αγκαλιάζει. Το δάσος προσφέρει άφθονα ξύλα για τη μεγάλη φωτιά μας που γρήγορα ανάβει στο ξέφωτο, φωτίζοντας τα πρόσωπα αλλά και τις ψυχές μας. Τρώγοντας γύρω της και κάτω από το λαμπερό φως των χιλιάδων αστεριών που κρέμονται σαν πολυέλαιοι από πάνω μας, περνούμε ένα υπέροχο αξέχαστο βράδυ ως αργά, γεμάτο από αστεία, συζητήσεις, φωνές και γέλια. Ο ύπνος έρχεται αβίαστα ακούγοντας τους μαγευτικούς βραδινούς ήχους του δάσους: Ο αέρας που τραγουδά ανάλαφρα καθώς περνά μέσα από τα κλαδιά , η παραπονεμένη φωνή της αλεπουδίτσας δίπλα στην καλύβα, τα ουρλιαχτά από τα τσακάλια, η θλιμμένη φωνή του γκιώνη…
Πολύ νωρίς το πρωί καταφτάνει η ομάδα που θα ενωθεί μαζί μας σε αυτό το δύσκολο κι επίπονο έργο, με επικεφαλής το Σωτήρη Ταβουλαρέα από τα Τσέρια, η οικογένεια του οποίου από τη δεκαετία του ‘70 φροντίζει το πέτρινο εκκλησάκι στην κορυφή καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο. Η εξόρμηση αυτή του Ε.Ο.Σ Καλαμάτας είναι διαφορετική από τις άλλες. Σκοπός της είναι η αποκατάσταση των ζημιών κι ο καθαρισμός της κορυφής του Ταϋγέτου, οπότε η ομάδα μας πρέπει να βιαστεί να ξεκινήσει. Έχουμε άλλωστε να αντιμετωπίσουμε μια από τις πιο δύσκολες διαδρομές προς την κορυφή λόγω της διάσχισης της κορυφογραμμής από ένα μονοπάτι δύσβατο που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο γκρεμούς, μια διαδρομή μήκους 5.075 μ. κι υψομετρικής διαφοράς 912μ.
Ανηφορίζουμε το στενό μονοπάτι κάτω από τα έλατα και μπαίνουμε στην υποαλπική ζώνη, με μοναχικά έλατα και μαύρα πεύκα, νανώδη φυτά, θάμνους, θυμάρι, θρούμπι, μέντα, τσάι, ρίγανη, βουνίσια τσουκνίδα, καθώς και πολλά είδη πανίδας, όπως λαγοί, νυφίτσες, αλεπούδες, τσακάλια, αγριογούρουνα, τρωκτικά κ.α.. Φτάνουμε στη θέση «Μουζιά» όπου η πηγούλα με το λιγοστό νεράκι πρασινίζει το μικρό αλπικό λιβάδι και ξεδιψά τα ζώα στον άνυδρο αυτόν τόπο. Η πορεία συνεχίζεται μέσα στο τραχύ, σκληρό, δωρικό τοπίο. Κάθε μας βήμα σκοντάφτει στις ρίζες μικρών φυτών που αγωνίζονται για μια ανάσα ζωής, χωμένα μέσα στην πέτρα. Οι στίχοι αυτοί του Γ. Σεφέρη στριφογυρνούν στο μυαλό μου :
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκέπη το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα,
δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια ,δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές (…)
μου φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια ,τα καλύβια και τις στάνες μας.»
Φτάνουμε στη θέση «Πόρτες» όπου τα περίεργα γκρίζα κάθετα βράχια με τις πράσινες και κόκκινες αποχρώσεις βγαίνουν μέσα από τη γη σαν σπαθιά σκίζοντας τον ουρανό. Μπροστά μας ξεπροβάλλει ο Προφήτης Ηλίας (2.407μ.), αλλά και το Χαλασμένο (2.402 μ.). Κάπως έτσι θα αισθανόταν κι ο Οδυσσέας, κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη, βλέποντας τον καπνό να βγαίνει από την καμινάδα του σπιτιού του! Φαράγγια, ορθοπλαγιές, σάρες, νεροσυρμές και στέφανα γκρεμνών αγκαλιάζει το μάτι μας όπου κι αν κοιτάξει καθώς επίσης και μικρές ερειπωμένες καλύβες μέσα σε λάκκες (επίπεδες επιφάνειες που κλείνονται γύρω -γύρω από βουνά)που μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία και ξεπροβάλλουν απότομα μπροστά μας συνθέτοντας το τοπίο.
Αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε το κακοτράχαλο μονοπάτι της κορυφογραμμής με τις κοφτερές πέτρες. Έχουμε μπει πια στην αλπική ζώνη του Ταϋγέτου που η χλωρίδα της χαρακτηρίζεται από την ολική απουσία δέντρων και θάμνων λόγω των πολύμηνων παγετών, των δυνατών ανέμων και του αραιού οξυγόνου, αλλά είναι γεμάτη από σπάνια ενδημικά φυτά και λουλούδια ανθεκτικά στο κρύο όπως ο κρόκος του χιονιού, το χωρίς βλαστό βερμπάσκο, η παρονυχία, το μοναχικό απουράνι, η βιόλα, το αγκαθωτό σκαμνάκι, η τρουμπελίνα, πολλά βότανα, βρύα κ.α.∙ κι η πανίδα της ξεχειλίζει από πλήθος μικρών θηλαστικών, ερπετών κι εντόμων. Θα ήθελα να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι κατά τους χειμερινούς μήνες φυτρώνουν εδώ τα πανέμορφα, λιλιπούτεια «εντελβάις του Ταϋγέτου». Το θέαμα που αντικρίζουμε δεν χορταίνεται, είναι απερίγραπτο σε ομορφιά. Από την αριστερή μας μεριά ξεπροβάλλει όλη η Μεσσηνία, από τη δεξιά μας μεριά όλη η Λακωνία και κάτω νοτιοανατολικά αχνοφαίνονται τα Κύθηρα στο φως της ανατολής ,σαν ένα τεράστιο καράβι που ταξιδεύει !
Σκαρφαλώνοντας με δυσκολία πάνω στα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα του βουνού μου ξυπνούν μνήμες από τις ιστορίες που έχω ακούσει από τον πατέρα μου για «της τρίχας το γεφύρι», «το μεγάλο πέτρινο σωρό», «τα Δώδεκα», «το τσακισμένο αεροπλάνο», «τα βάραθρα με τα αγριοπερίστερα», «τον κούφιο έλατο», «το ρήσο λύκο», «το θησαυρό στην Κακή Τίκλα» κ.α. Έχουμε αφήσει πια πίσω μας τις κορφές Σπανακάκι (2.019 μ.),Ψηλή Ράχη (2.096 μ.), Άγιο Γεώργιο(2.200μ.) και φτάνουμε στο Στεφάνι και στην τοποθεσία «Κακοσκάλι». Λίγα μόλις μέτρα μας χωρίζουν από τη κορυφή. Η αδημονία, η χαρά, η ψυχική αγαλλίαση που σε λίγο θα είμαστε εκεί μας δίνει δύναμη και φτερά για να σκαρφαλώσουμε με πόδια και με χέρια τα τελευταία μέτρα. Οι ανάσες που παίρνουμε είναι πιο βαθιές. Όχι όμως λόγω του αραιότερου εξαιτίας του υψομέτρου αέρα, αλλά γιατί είναι γεμάτες από ήλιο κι Ελλάδα. Η ψυχική ικανοποίηση τεράστια! Η κορυφή μας προσφέρει μια μοναδική θέα! Εμείς όμως δεν έχουμε χρόνο γιατί πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως, ο καυτός ήλιος εδώ δεν αστειεύεται.
Όλοι μαζί πυρετικά, ακούραστα, με ζήλο κι αυταπάρνηση, κουβαλούμε πέτρες, χτίζουμε και καθαρίζουμε την κορυφή από τα σκουπίδια, με κλεφτές συνεχόμενες ματιές στην υπέροχη θέα που απλώνεται κάτω από τα πόδια μας. Το έργο μας γίνεται ακόμα δυσκολότερο όταν οι λιγοστές αγριοτσουκνίδες βρίσκονται στα διάβα μας και μας κεντούν τα χέρια. Αργά το μεσημέρι όλα είναι έτοιμα. Η κορυφή του Ταϋγέτου έχει πάρει τη γνώριμη παλιά της μορφή. Στο μυαλό μου ζωντανεύουν εικόνες αλλοτινών εποχών, τότε που ο Ταΰγετος είχε φωνή. Τη φωνή που του έδινε ο Σωκράτης Βενιζελέας (ο «Σοφός») από τα Τσέρια, ο πατέρας μου, όταν έπαιζε στο κλαρίνο του τον «Αμάραντο» κι αντιλαλούσαν οι κορφές του. Στο μυαλό μου έρχεται ακόμα ένας στίχος του Γ. Σεφέρη:
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Με τις εργασίες να έχουν τελειώσει έφτασε η ώρα για την απαραίτητη ξεκούραση στα πέτρινα φρεσκοχτισμένα πεζούλια. Επιτέλους ήρθε η ώρα να απολαύσουμε τη μοναδική θέα που μας προσφέρει η ψηλότερη κορυφή της Πελοποννήσου, ο Προφήτης Ηλίας. Το μάτι μας χάνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Βόρεια η συνέχεια της κορυφο- γραμμής του Ταϋγέτου ως πάνω ψηλά στα αρκαδικά βουνά∙ ανατολικά η καταπράσινη κοιλάδα της Λακωνίας με τον ποταμό Ευρώτα να ελίσσεται σα θεόρατο φίδι∙ νότια η συνέχεια της κορυφογραμμής και κάτω χαμηλά καταμεσής στο πέλαγο τα Κύθηρα∙ δυτικά το απέραντο γαλάζιο του Μεσσηνιακού Κόλπου ως πέρα από το ακρωτήριο Ακρίτα και μπορούμε επίσης να διακρίνουμε τις δαντελωτές ακτές της δυτικής Πελοποννήσου. Σε λίγο γευόμαστε το λιτό, δωρικό μας γεύμα αποτελούμενο από ζυμωτό χωριάτικο ψωμί και μανιάτικο λάδι. Ύστερα παίρνουμε χαρούμενοι το δρόμο του γυρισμού, φορτωμένοι τις σακούλες με τα πολλά σκουπίδια που μαζέψαμε στην κορυφή. Η κατάβαση είναι πολύ πιο δύσκολη από την ανάβαση στο τραχύ μονοπάτι με τις πέτρες να ξεκολλούν και να κατρακυλούν κάτω από τα ασταθή και πολύ προσεκτικά βήματά μας, καθώς οποιαδήποτε λάθος κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραία.
Φτάνουμε κουρασμένοι στο καταφύγιο. Με την ικανοποίηση ότι επιτελέσαμε το χρέος μας βαθιά χαραγμένη στο πρόσωπο και στην ψυχή του καθενός μας, ετοιμαζόμαστε να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Και σε μας συνέβη το ίδιο μ’ αυτό που περιγράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής του Ταϋγέτου:
«Έτσι μου στάθηκε Ο Ταΰγετος :όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανός ,ψηλότερη ως το φεγγάρι.
Δίψα που να τη λυπηθεί ο Θεός.
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του,
ρωγμές για ζώα ,νεροσυρμές, ελάτια κι αγριοπερίστερα .
Κι ένας αϊτός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα .
Κι ένας αϊτός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
ζητώντας να βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου :η Ποίηση και η Αγάπη!»
Κλείνοντας αυτό το άρθρο κι αντιπροσωπεύοντας τους κατοίκους των Τσερίων Μεσσηνιακής Μάνης, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας που έχει εμπνευστεί μαζί με μας και στηρίζει ανελλιπώς αυτή την προσπάθεια, έτσι ώστε κάθε χρόνο να συνεχίζεται η αποκατάσταση των ζημιών των έργων των ανθρώπων αυτού του περήφανου τόπου, που κάποτε, πολύ παλιά, έκαναν τέχνη τη μάχη της επιβίωσης με την πέτρα, κόντρα στον καιρό! Θα ήθελα επίσης να παρακαλέσω όποιον ανεβαίνει στον Ταΰγετο, το φυσικό αυτό σύμβολο, να μην πετάει σκουπίδια και να μην μετακινεί τις πέτρες από τη θέση τους. Ακούστε τον παλμό του Ταϋγέτου, αφουγκραστείτε τη σιωπή του, φυτέψτε την ελπίδα για το μέλλον γιατί προηγούνται οι επόμενοι από εμάς .
«Κι ένα βουνό είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να το ακούσεις»
Ολυμπία Βενιζελέα
(Μέλος του Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας)
2016-06-21 11:29:28