Τοξικομανείς του Ταϋγέτου
Πατάμε επάνω στον κόπο των προηγούμενων και κοπιάζουμε για να πατήσουν οι επόμενοι.
Στα δεκαεννιά μου ζω και σπουδάζω σε μία σύγχρονη ελληνική τσιμεντούπολη, την Αθήνα, σε ένα κόσμο γκρίζο και κακομοίρη, που διακοσμήθηκε με κακόγουστες ανθρώπινες επεμβάσεις και φτιασιδώματα. Όμως αυτή τη στιγμή βυθίζω τα πόδια μου στο χιόνι καθώς περπατώ. Είναι μεσημέρι Κυριακής και βαδίζω προς την πιο ψηλή κορυφή του Ταϋγέτου. Τα σήματα της φύσης, τόσο διεγερτικά και ζωογόνα που θα ξεσήκωναν και τον πιο αλλοτριωμένο αστό. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή.
Μεσημέρι Σαββάτου και δυο άσπρα βαν ξεκινούν από Καλαμάτα με κατεύθυνση προς την Σπάρτη. Στο τζάμι φέρουν το σήμα του Ορειβατικού Συλλόγου Καλαμάτας. Ο Παυσανίας και Κύριλλος, τα δύο οχήματα έχουν αναλάβει τη μεταφορά μας μέχρι τις πηγές του Μαγγανιάρη. Ύστερα περπάτημα μέχρι το καταφύγιο, διανυκτέρευση ανάβαση στην κορυφή του προφήτη Ηλία και επιστροφή. Τα αυτοκίνητα φορτωμένα με είκοσι δύο ορειβάτες, σακίδια, μπατόν, πιολέ, υπνόσακους και συναφή διασχίζουν μία όμορφη διαδρομή προς τον Γίγαντα της Πελοποννήσου.
Η διάβαση μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας γίνεται από την περιοχή της Λαγκάδας. Στα βραχώδη οικοσυστήματα της Λαγκάδας της Τρύπης, εκτός από μικροπληθυσμούς σπάνιων ενδημικών φυτών, βρίσκει καταφύγιο ένα νέο είδος υβριδίου – συνδυασμός σαύρας και ορειβάτη. Ονομάζονται αναρρηχητόπουλα και αρέσκονται να καρφώνουν πλακέτες και να σκαρφαλώνουν στους βράχους τις ηλιόλουστες μέρες της άνοιξης και του καλοκαιριού. Πλήθος τους ξεκινά από όλα τα μέρη της Ελλάδος με προορισμό το συγκεκριμένο πεδίο.
Η πορεία μετ’ οχημάτων φτάνει στο τέλος της στο Μαγγανιάρη. Το περπάτημα ξεκινά. Το μονοπάτι μας ξεναγεί σε ένα δάσος μαύρης πεύκης και κεφαλληνιακής ελάτης. Βουλιάζοντας στο χιόνι, ο ένας πίσω από τον άλλο απολαμβάνουμε την κυριαρχία του λευκού. Ένας ζεστός αέρας μας καλωσορίζει στο βουνό. Δεν αργεί να νυχτώσει. Περπατάμε στο φως του φεγγαριού και των αστεριών. Μετά τα πρώτα ωμέγα της έκπληξης , απορροφάμε αχόρταγα με όλες τις αισθήσεις. Η γοητεία, η σαγήνη, το δέλεαρ του νυχτερινού τοπίου δεν μπορεί να αποδοθεί με τρόπο ευθύγραμμο παρά μόνο να προσεγγιστεί με λυρικές εξάρσεις, δανεικά φραστικά πυροτεχνήματα και γλωσσικούς ακροβατισμούς. Η ίδια μας η ύπαρξη εξεγείρεται σε αυτή τη θέα. Κάπως έτσι εκστατικοί φθάνουμε στο ορειβατικό καταφύγιο, στη θέση Βαρβάρα σε υψόμετρο 1650 μέτρα.
Μια κούπα ζεστό τσάι και ζάχαρη. Μέχρι την ετοιμασία του φαγητού απολαμβάνουμε στίχους του Βρεττάκου σε μια μορφή ελεύθερη, σε μια έμπνευση λιτή, κλασική, καθαρή στη σύλληψή της. Σπιτικός χαλβάς και πορτοκαλόπιτα, ελιές, ψωμί με καυτερό λάδι, παραδοσιακός τραχανάς, λουκάνικα και κρασί. Γι αυτούς που θα κοιμηθούν μέσα ακολουθούν γέλια, συζητήσεις, τραγούδια και ανέκδοτα. Μια απέραντη, μελωδική σιωπή θα κρατήσει συντροφιά σε αυτούς που θα κοιμηθούν έξω.
Η ώρα έξι το πρωί και οι ορειβάτες πίνουν το τσάι τους. Η απλότητα του καταφυγίου συνυπάρχει με την ηρεμία που αντανακλούν οι φυσικές εικόνες. Ορειβατικά σακίδια ετοιμάζονται. Κραμπόν και πιολέ απαραίτητα για τα είκοσι τρία άτομα που λίγες ώρες μετά θα προσεγγίζουν την κορυφή από την κόψη. Ο πρώτος προχωράει μπροστά και ασφαλίζει. Οι υπόλοιποι ακολουθούν. Ο ένας πίσω από τον άλλο, με αργά, ευλαβικά βήματα, κρατώντας με το αριστερό χέρι τους το σκοινί κατευθύνονται προς την κορυφή ενώ ο λακωνικός κόλπος απλώνεται από κάτω. Μια στρώση καθαρού ουρανού, μια στρώση με σύννεφα και ένας ορίζοντας που μοιάζει να μας γέρνει.
Έτσι λοιπόν η αφήγηση επιστρέφει στο αρχικό της σημείο. Βρίσκομαι στη μέση της διαδρομής προς τον προφήτη Ηλία. Στο μυαλό μου περνάει στιγμιαία η εικόνα των πόλεων. Αποκρουστική στα μάτια μου. Αχανείς τόποι συσσώρευσης πληθυσμού, στην πραγματικότητα χωρίζουν διαιρούν και σκορπίζουν τους ανθρώπους. Στο βουνό ο ακρατής ατομικισμός και ο εγωισμός της σύγχρονης πόλης περιστέλλονται, οι διαφορές αίρονται. Μια ομάδα ανομοιογενής- όχι μόνο ως προς το φύλο και την ηλικία- λειτουργεί αυτή τη στιγμή ως ένα σώμα. Εμπιστευόμαστε τον ίδιο αρχηγό, ακολουθούμε την ίδια διαδρομή, κρατώντας το ίδιο σκοινί πατάμε τα ίδια – βαθιά στο χιόνι χαραγμένα- πατήματα. Πατάμε επάνω στον κόπο των προηγούμενων και κοπιάζουμε για να πατήσουν οι επόμενοι. Ο στόχος ένας και κοινός: η κατάκτηση της κορυφής, αλλά και ολόκληρη η σφαίρα δράσης της, κάθε ανάσα, κάθε βήμα, κάθε σκέψη, αίσθημα, δίλλημα και απόφαση. Κάθε άγγιγμα ανέμου, Όλα τα ερεθίσματα και οι ψυχικές εναλλαγές που αυτά μας προκαλούν.
Μετά από 4,5 ώρες πορείας φτάνουμε στην κορυφή του προφήτη Ηλία, την ψηλότερη από τις 5 κορυφές του κεντρικού Ταϋγέτου. Ένας δυνατός βορειοδυτικός άνεμος έρχεται να μας χειροκροτήσει. Κοιτάζω γύρω μου. Οι εικόνες τόσο έντονες και δυνατές που ταλαντεύουν ακόμη και τον πιο δογματικό υπερασπιστή της πολύβουης ζωής των πόλεων. Στο βουνό δεν θεάσαι άσκοπα, δεν αναλώνεσαι σε κοινότοπους σχολιασμούς. Μονάχα αισθάνεσαι, σκέπτεσαι και ύστερα ξανά αισθάνεσαι. Νιώθω τον άνεμο να διώχνει από επάνω μου την τύρβη της καθημερινότητας και της ρουτίνας που μας σκονίζει. Κλείνω τα μάτια για μια πιο ενδελεχή διερεύνηση της ψυχής και μια πιο φιλοσοφική ενατένιση της ζωής. Το μεγαλείο της φύσης, η ταπεινότητα με την οποία αναδεικνύει την τελειότητα της, δεν σου επιτρέπουν να μείνεις τυφλός στα ψεγάδια σου. Μια γόνιμη αμφισβήτηση και μια βαθιά αυτοκριτική διώχνουν κάθε ψήγμα οίησης και αλαζονείας για να δώσουν την θέση τους στην αυτογνωσία και την ταπεινότητα. Ο ήλιος αντανακλά στον παγωμένο μανδύα της φύσης, επιστρέφει σε εμάς για να γίνει νοητό, ψυχικό. Η φύση, ως τέλεια ένυλη έκφραση του καθαρού λόγου έρχεται να απελευθερώσει το μυαλό μας. Ύστερα πάλι ενδίδεις στην απόλαυση. Ένα συναίσθημα απόλαυσης απύθμενο, παραισθησιογόνο, που προκαλεί εθισμό και απαιτεί όλο και μεγαλύτερες δόσεις. Ανοίγω τα μάτια μου και σηκώνω το βλέμμα μου για να συναντήσει βλέμματα άλλων τοξικομανών του βουνού. Ένα φρούτο, μια σοκολάτα, λίγες φωτογραφίες και παίρνουμε τον δρόμο για την επιστροφή.
Στην επιστροφή ξεχυνόμαστε σαν μαθητές που τρέχουν προς το προαύλιο. Καθώς τρέχω βουλιάζω στο χιόνι μέχρι την λεκάνη. Το χιόνι πολύ .¨Ένα τεράστιο χαμόγελο τρέχει μαζί μου. Αισθάνομαι πως γύρισα στην πρώτη δεκαετία της ζωής μου. Η συγκίνηση που προκαλεί στον ψυχικό, πνευματικό και συναισθηματικό μου κόσμο είναι ακόρεστη και πολυσύνθετη. Κάθομαι στο χιόνι και τσουλάω. Η αυθεντικότητα των στιγμών είναι τόση ώστε η περιγραφή της αποτελεί γύμνασμα για όποιον προσπαθεί να την εκφράσει. Κάνουμε μια στάση, συγκεντρωνόμαστε, μοιραζόμαστε λίγο φαγητό και συνεχίζουμε την επιστροφή προς το καταφύγιο. Περπατάς ανάλαφρα σαν να πετάς. Όλα βεβαιώνουν το μεγαλείο της φύσης και κλονίζουν την πίστη μας για τον πολιτισμό τον αδηφάγο που κατατρώγει κάθε γωνιά γαλήνιας φυσικής δημιουργίας.
Στάση στο καταφύγιο. Μαζεύουμε πράγματα, καθαρίζουμε και συνεχίζουμε για τις πηγές του Μαγγανιάρη. Προτιμώ να προχωρήσω μόνη. Για ακόμη μία φορά αισθάνομαι, σκέπτομαι και ξανά αισθάνομαι. Αισθάνομαι την φύση να εισδύει μέσα μου, να γίνεται στοιχείο της ψυχής μου. Όχι το έτερον ήμισυ της ψυχής μου αλλά μια όψη του ίδιου μου του εαυτού. ¨Έπειτα σκέπτομαι, αναρωτιέμαι πως ο άνθρωπος κατάφερε να ραγίσει μια σχέση τόσο δυνατή όσο της φύσης και του ανθρώπου. Η φύση τόσους αιώνες τώρα ανθοφορεί και καρπίζει. Μέγας διδάχος, τροφός και σύντροφος. Το αέναο δούναι και λαβείν μαζί της επηρεάζει – ανεπαισθήτως και μη – την καθημερινότητα μας. Παρ όλα αυτά η απληστία του ανθρώπου την καταβροχθίζει. Στον Μολώχ μιας παρανοϊκής ανάπτυξης ο άνθρωπος καταστρέφει το αυτονόητο περιβάλλον για να το αντικαταστήσει με ένα γκρίζο, τσιμεντένιο κόσμο. Χωρίς την φύση ο άνθρωπος δεν θα αργήσει να εκπέσει σε μια μεγάλη πνευματική ερημιά. Αρμονική συνύπαρξη, παράλληλη πορεία, σεβασμός και αγάπη. Αυτά αρμόζουν σε μια σχέση φύσης και ανθρώπου.
Ο Κύριλλος και ο Παυσανίας φροντίζουν για την επιστροφή μας στην Καλαμάτα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν φεύγει. Μια 9ωρη πορεία στο βουνό δεν αρκεί για να κορέσει τον διακαή πόθο του ορειβάτη για το βουνό. Μένουμε εκεί, στην φύση. Νιώθουμε τον παλμός της να πάλλεται μέσα μας. Είμαστε ένα μέρος της γης και αυτή ένα κομμάτι μας. Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες για την χιμαιρική απόδοση, τις ρομαντικές περιγραφές, την μετροέπεια και τον βερμπαλισμό μου. Δεν γνωρίζω από γράψιμο και για τούτο δεν μπορώ να συγκρατήσω την κατάθεση ψυχής καθώς μιλώ για το βουνό. Η «τρέλα μας για το ανέφικτο, να γνωρίζουμε το βουνό» αυτός είναι ο έρωτάς μας. Ας μου επιτραπεί το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού για να εκφράσω πιο παραστατικά ένα συναίσθημα πηγαίο και ανεπιτήδευτο. Εμείς οι ορειβάτες αγαπάμε το βουνό, αγαπάμε τον εαυτό μας στο βουνό. Μια ανάσα στον Ταΰγετο ήταν αρκετή για να με πείσει πως τέσσερις τοίχοι δεν είναι το σπίτι του ανθρώπου.
Νέλλη Μαρώση
2012-03-06 00:00:00